- ξαγνάντεμα
- το [ξαγναντεύω]1. η θέα από ψηλά, η παρατήρηση από μακριά και αντίκρυ ή ψηλά2. τόπος απ' όπου μπορεί κάποιος να εποπτεύει τη γύρω περιοχή, το ξάγναντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαγνάντεμα — το, ατος η παρατήρηση από μακριά, το να διακρίνει κανείς κάτι από μακριά: Το ξαγνάντεμα σαν να το ξέμαθα των ολάνοιχτων τόπων (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)